- ἀποστερεῖσθαι
- ἀποστερέωrobfut inf mid (attic epic)ἀποστερέωrobpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποστερεῖσθ' — ἀποστερεῖσθε , ἀποστερέω rob fut ind mid 2nd pl (attic epic) ἀποστερεῖσθε , ἀποστερέω rob pres imperat mp 2nd pl (attic epic) ἀποστερεῖσθε , ἀποστερέω rob pres opt mp 2nd pl (epic ionic) ἀποστερεῖσθε , ἀποστερέω rob pres ind mp 2nd pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъщетитисѧ — ОТЪЩЕ|ТИТИСѦ (36), ЧОУСѦ, ТИТЬСѦ гл. 1.Потерпеть ущерб, убыток: Нъ паче похѹленѹ быти || неже хѹлити. обидимѹ быти а не обидѣти. отъштетитисѧ а не отъштетити. (ἀποστερεῖσϑαι) Изб 1076, 105–10б; то же ПрЮр XIV2, 174а; ЗЦ XIV/XV, 43а; никтоже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κιχλισμός — κιχλισμός, ὁ (Α) [κιχλίζω] ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek